- Τελαμώνιοι
- Τελαμώνιοι κόνδυλοι· μεγάλοι, χαλεποί, Hsch.: cf.A
κονδύλους πλάττειν Τελαμών Aristopho 4.7
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κονδύλους πλάττειν Τελαμών Aristopho 4.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Τελαμώνιοι — Τελαμών broad strap masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελαμώνιος — ία, ον, Α [τελαμών] φρ. «τελαμώνιοι κόνδυλοι» (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλοι, χαλεποί» … Dictionary of Greek